- τρυφεραίνω
- τρυφεράθηκα1. μτβ., κάνω κάτι τρυφερό, το απαλύνω, το μαλακώνω: Όταν θυμώνει, αυτή τον τρυφεραίνει με χάδια.2. αμτβ., γίνομαι τρυφερός, μαλακώνω: Με τη μουσική τρυφεραίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.